καταχρηστικῆς

καταχρηστικῆς
καταχρηστικός
misused
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λευκή απεργία — Μορφή διεκδικητικού αγώνα των εργαζομένων κατά των εργοδοτών τους, συγγενής με την απεργία. Συνίσταται στο ότι ο εργαζόμενος εμφανίζεται μεν στον χώρο εργασίας του, αρνείται όμως να εργαστεί (ενώ στην καθαυτό απεργία δεν παρουσιάζεται καθόλου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”